Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Μια εικόνα από το μέλλον;Βάρδιες χωρίς ωράριο!!

Σας αφήνουμε να μαντέψετε απο που πήραμε το παρακάτω κείμενο.(Μόλις το βρείτε θα καταλάβετε πολλά)
Σας αφήνουμε να προβληματιστείτε και να κάνετε τους συσχετισμούς και τις συγκρίσεις με πρακτικές που προσπαθούν να φέρουν μερικοί από την πίσω πόρτα ως λαγοί των ιδιωτών...
Δεν χρειάζεται πολύ σκέψη για να καταλάβετε συνάδελφοι γιατί αντιδρουμε σε μερικά πράγματα..
Τα πειράματα της διοίκησης και των συνεργατών της  οι εργαζόμενοι πρέπει να τα αντιπαλέψουν και να υπερασπιστούν τα κεκτημένα τους.

Θυμίζει μεσαίωνα αλλά έχει το πρόσωπο του μέλλοντος. 
Στις συμβάσεις «μηδενικών ωρών», ο εργαζόμενος δεν έχει εγγυημένο ωράριο, ούτε εγγυημένο εισόδημα και καλείται να δουλέψει μόνο όταν βολεύει τον εργοδότη του. Γεννήθηκαν στη Βρετανία της Θάτσερ αλλά χρειάστηκαν μια εικοσαετία και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης για να βρουν το ιδανικό έδαφος για την εξάπλωσή τους: περισσότερο από ένα εκατομμύριο Βρετανοί εργάζονται σήμερα με αυτές τις συνθήκες.


«Βγάζουν το πρόγραμμα για τις επόμενες 2-3 εβδομάδες. Ωστόσο αυτό μπορεί να αλλάξει χωρίς ειδοποίηση. Μπορεί να πας να δουλέψεις την Τρίτη και να δεις ότι δουλεύεις τελικά την Παρασκευή. Ή μπορεί να πας για βάρδια και να σου πουν πως τελικά δεν θα σε χρειασθούν. Επειδή τυπικά θεωρείσαι εργαζόμενος δεν μπορείς να κάνεις ούτε αίτηση για το επίδομα ανεργίας» εξηγεί ένας εργαζόμενος με τέτοια σύμβαση στο δίκτυο Euronews.

Οι ειδικές αυτές συμβάσεις πρωτοχρησιμοποιήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '80 και αρχικά εφαρμόστηκαν στον τουρισμό, το λιανικό εμπόριο και τις υπηρεσίες καθαριότητας. Σήμερα, περισσότερες από 1.000 εταιρείες απασχολούν υπαλλήλους με συμβάσεις «μηδενικών ωρών» οι οποίες μεταξύ άλλων διαφημίζονται από την κυβέρνηση και τον επιχειρηματικό κόσμο σαν ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό μέτρο καταπολέμησης της ανεργίας. Καλύτερα να δουλεύεις 20 ώρες παρά καμία, υποστηρίζουν.

Δεν πρόκειται μόνο για την «ελαστικότερη» δυνατή μορφή απασχόλησης αλλά και για ένα τρόπο να υπονομευτεί η ίδια η έννοια των συλλογικών συμβάσεων. Μια συνηθισμένη σύμβαση εργασίας προϋποθέτει μια συμφωνία μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη, ανεξάρτητα από το πόσο άνισοι είναι οι όροι της. Υπάρχουν αμοιβαίες υποχρεώσεις, ο εργαζόμενος πρέπει να πάει στη δουλειά και να εργαστεί για το προβλεπόμενο ωράριο και ο εργοδότης να εξασφαλίσει τη δουλειά αυτή. Οι συμβάσεις «μηδενικών ωρών», ωστόσο, καταργούν κάθε είδος αμοιβαιότητας δίνοντας στον εργοδότη απόλυτη ελευθερία και καμία υποχρέωση.

Οι εργαζόμενοι με τις συμβάσεις αυτές περιμένουν κρεμασμένοι στο ακουστικό τους για να μάθουν πότε και για πόσο θα δουλέψουν. Σε κάθε περίπτωση είναι χαμένοι: θεωρούνται εργαζόμενοι και επομένως δεν μπορούν να διεκδικήσουν επίδομα ανεργίας αλλά, από την άλλη, δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν δάνεια ή να βρουν σπίτια για να νοικιάσουν αφού είναι αδύνατο να αποδείξουν ότι διαθέτουν σταθερό εισόδημα.

Η βρετανική στατιστική υπηρεσία αποκάλυψε στα τέλη Ιουλίου ότι οι συμβάσεις «μηδενικών ωρών» έχουν αυξηθεί κατά 32% από πέρσι και κατά 75% από το 2008. Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπηρεσίας, ο αριθμός των συγκεκριμένων εργαζομένων φτάνει πια τις 250.000. Πολλές όμως οργανώσεις και ινστιτούτα ερευνών που εξετάζουν τις συνθήκες εργασίας στη σημερινή Βρετανία υποστηρίζουν ότι ο αριθμός είναι τουλάχιστον τετραπλάσιος.

Το ινστιτούτο CIPD πραγματοποίησε έρευνα σε 1.000 εταιρείες. Μία στις πέντε από αυτές απάντησε ότι απασχολεί τουλάχιστον έναν εργαζόμενο με τέτοιες συμβάσεις. Οι επιχειρήσεις αυτές ήταν τουριστικές σε ποσοστό 48%, εκπαιδευτικοί οργανισμοί σε ποσοστό 35% και ιατρικά κέντρα και νοσοκομεία σε ποσοστό 34%. Σύμφωνα με τα στοιχεία του CIPD, οι εργαζόμενοι με αυτές τις συμβάσεις απασχολούνται κατά μέσο όρο για λιγότερο από 20 ώρες την εβδομάδα και προέρχονται από τις νεότερες ή τις μεγαλύτερες ηλικίες του εργατικού δυναμικού.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα ήταν ότι το βρετανικό Δημόσιο χρησιμοποιεί σε μεγαλύτερο βαθμό τις συμβάσεις αυτές από ό,τι ο ιδιωτικός τομέας -24% έναντι 17%. Έρευνα του Ινστιτούτου «Εργασία» αποκάλυπτε παράλληλα ότι το βρετανικό Δημόσιο απασχολεί τουλάχιστον 400.000 εργαζόμενους με συμβάσεις «μηδενικών ωρών», ενώ εξίσου μαζική είναι και η χρήση τους στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Στον ιδιωτικό τομέα, η εικόνα είναι περισσότερο άνιση, με άλλες επιχειρήσεις να τις αποφεύγουν και άλλες να τις χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά. Εννιά στους δέκα εργαζόμενοι στα βρετανικά McDonald's δουλεύουν με αυτόν τον τρόπο, ενώ τα αδιαμφισβήτητα πρωτεία κρατά η εταιρεία αθλητικού ρουχισμού και εξοπλισμού Sports Direct που απασχολεί και τους 20.000 εργαζομένους με τέτοιες συμβάσεις. Ακόμη και το Παλάτι του Μπάκινχαμ ακολουθεί τους καιρούς. Η θυγατρική Royal Collection Enterprises Limited όχι μόνο υπογράφει «μηδενικές» συμβάσεις αλλά και απαγορεύει στους εργαζομένους της να αναζητήσουν άλλη μερική απασχόληση για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους.

Τόσο η βρετανική εργατική συνομοσπονδία TUC όσο και το Εργατικό Κόμμα, που κατά τα άλλα προετοίμασε το πεδίο για την εξάπλωση των συμβάσεων έκτακτης ανάγκης με την εκτεταμένη απορρύθμιση των προηγουμένων ετών, εκφράζουν τώρα την αγανάκτησή τους. «Τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας υποτιμούν την πραγματική κλίμακα των συμβάσεων μηδενικών ωρών οι οποίες επεκτείνονται σαν πυρκαγιά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικονομίας μας» δήλωσε η γενική γραμματέας της TUC, Φράνσις Ο' Γκρέιντι.

Ακόμη και η συντηρητική Financial Times επέκρινε την ανεξέλεγκτη εξάπλωση συμβάσεων "που επιτρέπουν στους εργοδότες να πληρώνουν για δουλειά μόνο όταν τη χρειάζονται". Στις συμβάσεις μηδενικών ωρών η εφημερίδα βλέπει ένα επικίνδυνο εργαλείο δυσφήμισης της απορρύθμισης ή ενδεχομένως τη σταγόνα που μπορεί να κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει.

«Δυστυχώς, κάτι που θα έπρεπε να αποτελεί ένα δρόμο για μεγαλύτερη ευελιξία έχει μετατραπεί ένα αδιέξοδο εκμετάλλευσης. Κάτω από αυτές τις συμβάσεις, οι εργοδότες μπορεί να απαιτούν από το προσωπικό τους να βρίσκονται συνεχώς σε ετοιμότητα, ακόμη και αν τελικά τους πληρώνουν μόνο για τις ώρες που τελικά δουλεύουν. Οι εργαζόμενοι δεν λαμβάνουν επιδόματα αδείας ή ασθενείας παρότι δουλεύουν σταθερά για τον ίδιο εργοδότη» παρατηρεί η εφημερίδα.